
Για όσους παρακολουθούν τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, είναι βέβαιο ότι τους έχουν προβληματίσει. Η αιτία αυτών των προβληματισμών, πολύ σωστά, οι επανειλημμένες διακηρύξεις της κυβέρνησης των Αθηνών για την επιβολή κυρώσεων, -επί τέλους- στο μεγάλο ταραχοποιό της εποχής μας, την Τουρκία του Ερντογάν.
Παρά τις μεγάλες προσδοκίες, ωστόσο, της κυβέρνησης των Αθηνών και παρά τη συστηματική προσπάθεια των υπεύθυνων υπηρεσιών της να επιβάλουν κάποιο σύστημα “πλύσης εγκεφάλου” πάνω στους άμοιρους πολίτες και κυρίως τους ψηφοφόρους, οι εξελίξεις στην διπλωματική σκακιέρα της Ευρώπης ήλθαν για να διαψεύσουν τις ελπίδες και διακηρύξεις τους, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες στο συμβούλιο κορυφής, δεν έδειξαν καμία προθυμία να αποδεχθούν τις αιτιάσεις τόσο της Αθήνας, όσο και της Λευκωσίας.
Έτσι λοιπόν η πραγματικότητα, τελικά διαμόρφωσε μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη που καλλιεργούσαν και υπόσχονταν οι ταγοί της εξουσίας. Οι θριαμβολογίες και οι διθύραμβοι της κυβέρνησης, τελικά αποδείχθηκαν σαπουνόφουσκες στον Αυγουστιάτικο αέρα, οι οποίες έσκασαν κατά τη διάρκεια της νύχτας του συνεδρίου.
Οι πραγματικές αιτίες, ωστόσο, αυτής της καταστροφικής αδυναμίας της Ελληνικής αντιπροσωπείας, θα πρέπει να αναζητηθούν στην πολιτική των Αθηνών, την οποία εφάρμοσαν οι διάφορες κυβερνήσεις των τελευταίων εξήντα και χρόνων. Τόσο κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, όσο και τις δεκαετίες που ακολούθησαν με τα λεγόμενα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.
Αρχικά, ο μόνος που πραγματικά θέλησε να ταράξει τα λιμνασμένα νερά της διπλωματικής υπηρεσίας των Αθηνών, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος διεκήρυξε την εφαρμογή μιας πολύπλευρης πολιτικής σε ότι αφορούσε τα εθνικά θέματα της χώρας.
Η πολιτική του προέδρου του ΠΑΣΟΣ ήταν απλή, όπου συναντήσουμε έστω και ίχνη προπαγάνδας εναντίον μας, θα απαντάμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε για την αποκατάσταση της αλήθειας.
Αυτές, ήταν και οι εντολές στα μέλη του διπλωματικού σώματος που υπηρετούσαν σε ολόκληρη τη γη. Με τον θάνατο, ωστόσο του φυσικού ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και την ανάληψη της εξουσίας από τον Σημίτη, η πολιτική αυτή ανατράπηκε μέσα σε μια νύχτα, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της ηγεσία του ΝΑΤΟ.
Απαιτήσεις, οι οποίες, ωστόσο, ήταν απόλυτα φιλοτουρκικές και αποσκοπούσαν στην πλήρη ικανοποίηση των αιτημάτων της Τουρκίας, τόσο στο ανατολικό Αιγαίο, όσο και την Δυτική Θράκη.
Με το θέμα αυτό έχω ασχοληθεί εκτεταμένα κατά το παρελθόν, με καταγγελίες και δημοσιεύσεις των Τουρκικών χαρτών οι οποίοι παρουσίαζαν όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως μέρος της Τουρκικής επικράτειας.
Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ ότι την εποχή εκείνη διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού είχε τοποθετηθεί γνωστός διπλωμάτης από τους πλέον αφοσιωμένους και πιστούς της συμμαχίας.
Αυτό εξ άλλου αποδεικνύεται από τις εξελίξεις τη δραματική βραδιά των Ιμίων, κατά την διάρκεια της οποίας η Ελλάδα γνώρισε μια από τις μεγαλύτερες διπλωματικές της ήττες. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ο Έλληνας πολίτης και ψηφοφόρος ουδέποτε πληροφορήθηκε τις επιπτώσεις εκείνου του επεισοδίου, τουλάχιστον μέχρι πολύ αργότερα επί των ημερών μας.
Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος για τον οποίο η Αθήνα είχε ξεκινήσει έναν ανελέητο πόλεμο εναντίον της επιθεώρησης και του υπογράφοντος, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να την αναγκάσει σε σιωπή.
Πέραν αυτού υπήρχε πάντοτε το “Non Paper” του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Λούνς, το οποίο ενημέρωνε όλους τους ηγέτες Της συμμαχίας ότι τελικά “νέα γενιά” των πολιτικών της Ελλάδας συμφώνησε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Τουρκίας, έτσι ώστε να ξεπεραστούν τα δύσκολα προβλήματα μεταξύ των δύο μελών της συμμαχίας και να αποκατασταθεί η τάξη στην νοτιοανατολική πτέρυγα.
Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε, εξ άλλου, και με την βόρειο γείτονα της Ελλάδος την Γιουγκοσλαβία, την οποία το ΝΑΤΟ ήθελε να κομματιάσει σε έναν αριθμό ανεξάρτητων κρατών, προκειμένου να την αποδυναμώσει.
Είναι δε γνωστό πλέον ότι την περίοδο εκείνη ο τότε πρόεδρος της Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, είχε επισκεφθεί το τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, από τον οποίο ζήτησε συνεργασία ώστε να μην υπάρξει περίπτωση δημιουργίας κράτους “Μακεδονίας”.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, λέγεται ότι αμέσως μετά την αποχώρηση του Μιλόσεβιτς, κάλεσε τηλεφωνικά την Ουάσιγκτον για να ενημερώσει τον τότε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και φίλο του, τον πατέρα Μπους, για τα σχέδια του Μιλόσεβιτς.
Το αποτέλεσμα εκείνου του τηλεφωνήματος ήταν την επομένη το πρωί οι Ηνωμένες πολιτείες να αναγνωρίσουν επίσημα την ανεξαρτησία της νοτιοσλαβίας, και να ανάψουν έτσι τη φωτιά που έφερε τόσα καταστροφικά αποτελέσματα σε βάρος της Αθήνας, εκμεταλλευομένη μάλιστα το γεγονός μιας “αριστερής κυβέρνησης” και ενός πρωθυπουργού χωρίς καμία εμπειρία.
Το αποτέλεσμα εκείνης της πολιτικής ήταν να φτάσουμε στη συμφωνία των Πρεσπών, από μία κυβέρνηση μειοψηφική, η οποία με τη βοήθεια ενός άλλου αρχηγίσκου πολιτικού κόμματος, άνοιξαν τους “ασκούς του Αιόλου” σε βάρος της βόρειας Ελλάδας και κυρίως του Ελληνόφωνου πληθυσμού της Μακεδονίας, κάτι για το οποίο αυτή η επιθεώρηση φώναζε περισσότερο από πενήντα χρόνια, και δεχόταν τους μύδρους των διπλωματών της Αθήνας.
Αλλά, όμως, οι διαμορφώσεις αυτές άνοιξαν την όρεξη της κρατούσας τάξης της Τουρκίας και κυρίως του Ερντογάν, ο οποίος ετοίμαζε προσεκτικά τα σχέδιά του επί δέκα εφτά ολόκληρα χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία.
Είναι δε βέβαιο ότι ο Τούρκος πολιτικός είχε απόλυτη γνώση των σχεδίων της Ουάσιγκτον για την διαίρεση της Τουρκίας σε πέντε μικρότερες διοικητικές και κρατικές οντότητες.
Εργάστηκε δε με σύστημα και υπομονή να εξοπλίσει με σύγχρονα οπλικά συστήματα την χώρα του.
Παράβλεψε τελείως τους κανόνες της συμμαχίας και προκειμένου να εμπεδώσει τη στρατιωτική ισχύ της χώρας του στράφηκε στην αντίπαλη δύναμη της συμμαχίας από όπου και αγόρασε ένα όπλο το οποίο το οποίο πιστεύει ότι είναι αήττητο. Παράλληλα, έχοντας υπ’ όψη του τη μεγάλη ανάγκη της συμμαχίας να τον κρατήσει στις τάξεις της, έφτασε στο σημείο να είναι εκείνος που υπαγορεύει την πολιτική του θέληση στους υπόλοιπους, παραβλέποντας τελείως την Αθήνα και μάλιστα, μέχρις ενός βαθμού προκαλώντας και περιφρονώντας κάθε αρχή και κανόνα του διεθνούς δικαίου.
Οι μέχρι σήμερα πολιτικές διαμορφώσεις στην περιοχή, έρχονται να μας διαβεβαιώσουν ότι ο Τούρκος ηγέτης στα χρόνια που πέρασαν έλαβε μια σπουδαία πολιτική εμπειρία και με βάση τη ισχυρή στρατιωτική του δύναμη, δεν δίστασε να δημιουργήσει πολεμικά μέτωπα σε ολόκληρη την περιφερειακή γραμμή των συνόρων του, αψηφώντας τις φωνές διαμαρτυρίας κρατών και κυβερνήσεων για τις κατάφορες παραβάσεις του διεθνούς δικαίου.
Δυστυχώς η Αθήνα άργησε πολύ να αντιληφθεί το παιγνίδι που έστηνε όλα αυτά τα χρόνια η Άγκυρα. Παρασυρμένη από τις διάφορες άκαρπες πολιτικές της ΈλληνόΤουρκικής φιλίας, των βραβείων Ιππεκτσί και του πνεύματος καλής γειτονίας, που καλλιεργούσαν οι πολιτικές των αριστεριζόντων κομμάτων της χώρας, έφθασε στο σημείο να αναφέρεται πάνω στις ήττες της ακόμα και κατά την ορκωμοσία του ανώτατου άρχοντα της χώρας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπου η πρόεδρος του Ελληνικού κοινοβουλίου καλωσόριζε τον νέο πρόεδρο, τον γνωστό σφαγέα του Ελληνισμού της Ηπείρου, λέγοντας του ότι “επί των ημερών του θα γνωρίσουμε αλλαγές των εθνικών συνόρων σε βάρος της χώρας, για το καλό της ειρήνης και της δημοκρατίας”, και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία του Ελληνικού λαού.
Όταν προ ετών, πληροφορήθηκα την πολιτική κακοήθεια των Τούρκων διπλωματών και έφερα τις διαμαρτυρίες μου, τόσο στο κοινοβούλιο, όσο και την κυβέρνηση των Αθηνών, για την περίεργη “συνομωσία σιωπής” από τις διπλωματικές υπηρεσίες της Αθήνας σε ολόκληρη τη γη, η απάντηση που μου δινόταν από τους Έλληνες διπλωμάτες ήταν: “τη δουλειά σας κύριε Σάρα, τη δουλειά σας ”. Που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως “έχουμε γνώση και ελέγχουμε τα πράγματα”. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχτηκε ότι όχι μόνον δεν είχαν κανένα έλεγχο πάνω στις εξελίξεις, αλλά και έδειχναν τέτοια αδιαφορία για τα τεκταινόμενα σε βάρος των συμφερόντων του Ελληνικού λαού και έθνους, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προδοσία.
Κάτω από αυτές τις πραγματικά τραγικές συνθήκες, φθάσαμε στα σημερινά αδιέξοδα των Αθηναϊκών κυβερνήσεων, όχι μόνο της Νέας Δημοκρατίας μα και εκείνης του Σύριζα προηγουμένως. Τόσο η μεν, όσο και η δε, στήριξαν τη διασφάλιση των πολιτικών και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, στους Ευρωπαϊκούς τους εταίρους και συμμάχους.
Λησμόνησαν, ωστόσο, ότι επί δέκα εφτά ολόκληρα χρόνια οι διπλωμάτες του Ερντογάν έκαμναν πλύση εγκεφάλου στους υπεύθυνους των κρατών της υφηλίου περί των δικαίων της Τουρκίας στο Αιγαίο και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Παρ’ όλα αυτά για άλλη μια φορά προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια και τους σοβαρούς κινδύνους που απειλούν την Ελληνική πολιτεία.
Και ενώ η μία διπλωματική αποτυχία διαδέχεται την άλλη, η Αθήνα κάνει ότι μπορεί να παραπλανήσει το λαό της ότι δήθεν η ίδια είναι ελεγκτής και υπεύθυνος διαχειριστής της όλης κατάστασης, που δυστυχώς δεν είναι, άπαξ μάλιστα δεν έχει καν την ικανότητα να πείσει για τα δίκαιά της τους πλέον κοντινούς συνεργάτες, συνεταίρους και συντρόφους της.
Τώρα, και ύστερα από την αποτυχία της Αθήνας να πείσει τους Ευρωπαίους να την στηρίξουν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η Άγκυρα ενθαρρύνθηκε ακόμα περισσότερο και ζητά τώρα την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου τα οποία θεωρεί δικά της.
Τα διερευνητικά σκάφη της έχουν κουρνιάσει, χωρίς καμία αντίδραση, μέσα στις Κυπριακές θάλασσες, οι δε “μεγάλοι” ηγέτες των δύο κρατών περιμένουν τον Μάρτιο για να βαρεθεί και να αποτραβηχτεί ο στόλος του Ερντογάν. Παραβλέποντας το γεγονός ότι οι Τούρκοι έχουν προγραμματίσει την διενέργεια εξόρυξης αερίου και ίσως και πετρελαίου.
Δυστυχώς, τα γεγονότα των ημερών έρχονται να αποδείξουν πόσο δίκαιο είχαμε όταν φωνάζαμε όλα αυτά τα χρόνια.
Μια υπόθεση η οποία έρχεται να μας πείσει για την αποτυχία ολόκληρου του πολιτικού κόσμου της Αθήνας και Λευκωσίας, καθώς επίσης και την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας πολιτικής τάξης νέων ανθρώπων τους οποίους θα διακρίνει η αγάπη για την Πατρίδα και ο έρωτας για την πρόοδο του Ελληνικού λαού.
Discussion about this post