Η χθεσινή ανακοίνωση της Total ότι αποχωρεί από τα «οικόπεδα» της Κρήτης δημιουργεί νέα δεδομένα στο σύνθετο τοπίο των ερευνών για τα ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων.
Ο γαλλικός ενεργειακός κολοσσός με τρόπο που χαρακτηρίστηκε από ορισμένες πλευρές ως «άκομψος», δήλωσε συγκεκριμένα ότι μετά την ολοκλήρωση των μελετών που διεξήχθησαν σχετικά με τις περιοχές έρευνας στη «Δυτική Κρήτη» και «Νοτιοδυτική Κρήτη», έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί από τα δύο τεμάχια (blocks), γνωστοποιώντας ότι έχει ήδη ενημερώσει τις αρχές και τους εταίρους του για αυτή την απόφαση. Παράλληλα, τόνισε ότι παραμένει προσηλωμένος στη δέσμευσή του για ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα και συνεχίζει τη δραστηριότητά του στη χώρα μας μέσω της θυγατρικής της TotalEnergies Marketing Hellas.
«Μετά την ολοκλήρωση των μελετών που διεξήχθησαν σχετικά με τις περιοχές έρευνας στην «Δυτική Κρήτη» και «Νοτιοδυτική Κρήτη», η TotalEnergies έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί από τα δύο τεμάχια (blocks).
«Η TotalEnergies παραμένει προσηλωμένη στη δέσμευσή της για ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα. Η TotalEnergies συνεχίζει τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα μέσω της θυγατρικής της TotalEnergies Marketing Hellas», τονίζεται στην ανακοίνωση.
Για την εξέλιξη αυτή, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, η Total είχε ενημερώσει την ελληνική πλευρά.
Η αποχώρηση της Total δεν είναι η πρώτη, καθώς έχουν προηγηθεί εδώ και καιρό άλλες με τελευταία αυτή της ισπανικής Repsol, γεγονός που έφερε αναταράξεις και ανακατατάξεις στις ισχύουσες παραχωρήσεις.
Η ισπανική εταιρεία η οποία συμμετείχε σε τρία projects ξεκίνησε να αποχωρεί, αρχικά από την Αιτωλοακαρνανία, ακολούθησε η αποχώρηση από την κοινοπραξία των Ιωαννίνων και τελικά έφυγε και από το μπλοκ του Ιονίου, όπου είχε το 50% και το μάνατζμεντ.
Η τάση φυγής των ξένων ενεργειακών ομίλων συνδέεται με τις γενικότερες εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο που υπαγορεύουν ταχεία στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προκειμένου να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα ανταποκρινόμενοι στο εντεινόμενο πρόβλημα της κλιματικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Total έχει θέσει στόχο να φτάσει τα 35 GW πράσινης ενέργειας έως το 2025 και τα 100 GW έως το 2030, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι άλλοι πολυεθνικοί ενεργειακοί κολοσσοί.
Μετά την αποχώρηση της Total, η απόφαση περνάει στην πλευρά των άλλων δύο εταίρων της κοινοπραξίας, δηλαδή της ExxonMobil και των ΕΛΠΕ που κατέχουν 40% και 20% αντίστοιχα. Εκείνοι θα πρέπει να απαντήσουν εάν θα αυξήσουν τη συμμετοχή τους με το ποσοστό 40% που κατείχε η Total. Σε περίπτωση άρνησης θα πρέπει να αναζητηθεί νέος ή νέοι εταίροι για να εισέλθει στην κοινοπραξία για τα «οικόπεδα» στην Κρήτη.
Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε κοιτάσματα φυσικού αερίου σε θαλάσσιες περιοχές και όχι σε αποθέματα πετρελαίου ή χερσαία «οικόπεδα», ενώ στόχος είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες κατά το πρότυπο χωρών της περιοχής όπως η Αίγυπτος, που εφάρμοσε ταχείες διαδικασίες τόσο για τη διερεύνηση όσο και για την έναρξη παραγωγής υδρογονανθράκων.
Οι έρευνες αφορούν έξι εκτάσεις. Η μία είναι στην ηπειρωτική Ελλάδα στην περιφέρεια Ηπείρου και οι άλλες πέντε σε θαλάσσιες περιοχές. Στο Ιόνιο, στον Κυπαριασσιακό Κόλπο και στην Κρήτη.
Τα πιθανά αποθέματα
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΙΕΝΕ, στις θαλάσσιες περιοχές της χώρας που έχουν διεξαχθεί αναγνωριστικές σεισμικές έρευνες έχουν ήδη προδιαγραφεί πάνω από 30 πιθανοί ερευνητικοί στόχοι, οι οποίοι με συμπληρωματικές έρευνες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε στόχους ερευνητικών γεωτρήσεων για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Ακόμη και αν μόνο το 1/4 των γεωτρήσεων στις γεωλογικές δομές που έχουν εντοπιστεί στις θαλάσσιες περιοχές του Ιονίου και νοτίως και δυτικώς της Κρήτης, είναι επιτυχημένο τότε οι δομές αυτές θα μπορούσαν να φιλοξενούν δυνητικά αποθέματα της τάξης των 70-90 τρισ. κυβικών ποδιών αερίου, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΔΕΥ. Ποσότητα ικανή να καλύψει το 15%-20% των καταναλώσεων της Ε.Ε.. Στην έκθεση επαναλαμβάνονται οι εκτιμήσεις της ΕΔΕΥ, σύμφωνα με τις οποίες η δυνητική αξία των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ελλάδας υπερβαίνει τα 250 δισ. ευρώ.