Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 2 χρόνια από την ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας για το θέμα των πολεμικών οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα αλλά και στους συγγενείς των θυμάτων του ολοκαυτώματος, κατά τη διάρκεια του Α΄ και Β΄ Παγκοσμίου πολέμου
Πριν από τρεις δεκαετίες, ο γερμανικός στρατός διέθετε περίπου 500.000 στρατιώτες, 2.000 άρματα μάχης και σχεδόν 1.000 μαχητικά αεροσκάφη για την εκπλήρωση των αμυντικών του υποχρεώσεων, σε περίπτωση που ο Ψυχρός Πόλεμος αναζωπυρωνόταν ξαφνικά.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Γερμανία άρχισε να μειώνει τις αμυντικές της δαπάνες, να καταργεί την υποχρεωτική στράτευση, να περικόπτει εξοπλισμό και να αναδιοργανώνει τα στρατεύματά της για έναν νέο τύπο αποστολής: ταχείες επεμβάσεις στο εξωτερικό με την ανάπτυξη ευκίνητων ειδικών δυνάμεων. Στη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, το εμπόριο, η διπλωματία και η οικονομική βοήθεια θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ασφάλεια καθώς τα άρματα μάχης, τα πολεμικά αεροπλάνα και οι φρεγάτες αποτελούσαν “δαπανηρούς αναχρονισμούς”.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, η Γερμανία έχει συγκλονιστεί από τη σκληρή πραγματικότητα ότι η πολυετής αποστρατιωτικοποίησή της, τόσο λόγω σχεδιασμού, όσο και παραμέλησης, χρειάζεται ριζική επανεξέταση. Τα ανατολικά της σύνορα βρίσκονται μόνο μία χώρα μακριά από την Ουκρανία, ειδικά δε μετά την αναβίωση των συγκλονιστικών γεγονότων που βιώνουμε τις τελευταίες ημέρες με τις εκατόμβες αμάχων σε όλη την Ουκρανική Επικράτεια που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, κρίνεται επιτακτική η άμεση λήψη αποφάσεων. Λιγότερο από το ήμισυ του στόλου των 289 αρμάτων μάχης της, Leopard 2, είναι επιχειρησιακά ενεργό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο γερμανικός στρατός έχει αποθηκευμένα πυρομαχικά για να αντέξει μόλις τρεις ημέρες μάχης.
“Ο στρατός του οποίου έχω την τιμή να ηγούμαι είναι λίγο-πολύ γυμνός”, δήλωσε πρόσφατα ο αντιστράτηγος Άλφονς Μάις. “Δεν είναι όμορφη αίσθηση! Είμαι θυμωμένος!”.
Δύο ημέρες αφότου ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς πραγματοποίησε έκτακτες συναντήσεις με τους στενότερους συνεργάτες του, οι οποίες οδήγησαν στην πιο δραματική ανατροπή στη γερμανική πολιτική ασφάλειας και άμυνας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χώρα θα επανεξοπλίσει τον υποεπανδρωμένο και “άοπλο” στρατό της δπαπανώντας 100 δισεκατομμύρια ευρώ και θα ξοδεύει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ της στην άμυνα για τα επόμενα χρόνια.
Ανάγκες
Προκειμένου να αντικαταστήσει τα “γερασμένα” πολεμικά αεροσκάφη Tornado, η χώρα σχεδιάζει να παραγγείλει πάνω από 30 μαχητικά αεροσκάφη F-35 από τη Lockheed Martin και ακόμη 15 Eurofighter. Ενώ η απόφαση ελήφθη ασυνήθιστα γρήγορα για μια χώρα διαβόητης γραφειοκρατίας, ακόμη και με τα 100 δισ. ευρώ θα χρειαστούν χρόνια για να ξαναγίνει η Γερμανία αξιόπιστη στρατιωτική δύναμη αποτροπής.
Προς το παρόν, η χώρα κατατάσσεται κάτω από Αίγυπτο και Ινδονησία σε στρατιωτική ισχύ. Ακόμη και οι γρήγορες “επιδιορθώσεις” δεν θα είναι τόσο ταχείες. Μια παραγγελία για οβίδες αρμάτων μάχης χρειάζεται περίπου επτά μήνες για να παραδοθεί, ενώ η εκπλήρωση πιο περίπλοκων αγορών, όπως τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού, μπορεί να χρειαστούν έως και 10 χρόνια, σύμφωνα με την εταιρεία Rheinmetall, τη μεγαλύτερη αμυντική βιομηχανία της Γερμανίας απ’ όπου έχει προμηθευτεί η χώρα μας ουκ ολίγα οπλικά συστήματα τις τελευταίες δεκαετίες.
Η λίστα αναγκών της Γερμανίας είναι μεγάλη και ευρεία – από σχετικά μικρές επενδύσεις για φορητούς υπολογιστές έως τεράστιες δαπάνες για υποβρύχια και ελικόπτερα. Οι ελλείψεις επεκτείνονται σε βασικές ανάγκες. Στρατώνες σε βάση κοντά στο Λουξεμβούργο έχουν δύο τουαλέτες για 90 στρατιώτες και αεροδρόμιο στη βόρεια Γερμανία δεν έχει ζεστό νερό στα ντους. Οι συνθήκες πολλών εγκαταστάσεων είναι απελπιστικές.
Γερμανικές εταιρείες αναμένεται να επωφεληθούν κατά μεγάλο μέρος από τη νέα πραγματικότητα. Ο καταμερισμός εντός ΝΑΤΟ θέλει τη Γερμανία να βοηθά κυρίως με άρματα μάχης, πεζικό και υλικοτεχνική υποστήριξη, ενώ οι ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σε θέση να παρέχουν μεγαλύτερη αεροπορική και ναυτική υποστήριξη.
Η Rheinmetall προβλέπει δυνητικά έσοδα 42 δισ. ευρώ τα επόμενα 10 χρόνια, ενώ η KNDS –γαλλογερμανική εταιρεία κατασκευής των Leopard 2– στοχεύει έως και σε 20 δισ. ευρώ. Από την αρχή του έτους, η μετοχή της πρώτης έχει υπερδιπλασιαστεί σε αξία.
Δεν θα πάνε όλα τα χρήματα σε γερμανικές τσέπες. Πολλές από τις ανάγκες της Γερμανίας είναι τόσο άμεσες που δεν μπορεί να περιμένει την ανάπτυξη νέων συστημάτων, έχοντας έτσι να επιλέξει λύσεις από το εξωτερικό. Τα μαχητικά F-35 είναι ζωτικής σημασίας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης προς το ΝΑΤΟ για μεταφορά πυρηνικών όπλων. Εν τω μεταξύ, τα CH-47 της Boeing και τα CH-53K της Lockheed εξετάζονται ως νέα ελικόπτερα μεταφοράς.
Κακοδιαχείριση
Με το πέρασμα των χρόνων, η κυρίαρχη αίσθηση ήταν ότι ο παραδοσιακός πόλεμος που απαιτούσε τεράστιες ποσότητες υλικού ήταν κάτι ξεπερασμένο. Ήταν απλώς πιο βολικό για τη Γερμανία να προωθεί το διεθνές εμπόριο και να αφήνει το πεδίο της ασφάλειας στα χέρια των ΗΠΑ.
Ο στρατός της χώρας άρχισε να επιχειρεί εκτός της επικράτειας του ΝΑΤΟ μόνο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, με μικρές μονάδες σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις. Σήμερα συμμετέχει σε περίπου 10 τέτοιες αποστολές, με μεγαλύτερη εκείνη στο βόρειο Μάλι.
Εκτός της αποστέρησης πόρων, ο γερμανικός στρατός μαστίζεται από κακοδιαχείριση. Υπουργοί Άμυνας υπό την καγκελαρία των Άνγκελα Μέρκελ και Γκέρχαρντ Σρέντερ παραιτούνταν από ντροπή και λίγοι υπηρέτησαν πλήρη θητεία. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπουργός Άμυνας της Μέρκελ για πέντε χρόνια πριν γίνει πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2019, συνέχισε τις περικοπές σε τομείς όπως τα τάγματα αρμάτων μάχης.
Ο εξοπλισμός που κληρονομήθηκε από τον κομμουνιστικό ανατολικογερμανικό στρατό θεωρείται τόσο παρωχημένος που είχε απαγορευτεί η χρήση του τα τελευταία 10 χρόνια.
Η στροφή της Γερμανίας
Η μιλιταριστική στροφή στη γερμανική πολιτική ανακοινώθηκε το Σάββατο με την καγκελαρία να δίνει «πράσινο φως» σε σκληρές οικονομικές κυρώσεις και ταυτόχρονα στην παράδοση 1.000 αντιαρματικών και 500 πυραύλων Stinger στο στρατό της Ουκρανίας.
η σοσιαλδημοκρατία ξαναγυρίζει στη γραμμή πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, με ό,τι αυτό σημαίνει https://t.co/WC3kzn6vTv
— Γιάννης Ελαφρός (@GiannisEl2) February 27, 2022
Στη χώρα πληθαίνουν οι φωνές πο υποστηρίζουν ότι στη νέα εποχή δεν αρκεί η Γερμανία να κρατά τα ηνία της οικονομίας στην ΕΕ αλλά χρειάζεται να ανασυσταθεί εκ νέου ως μια στρατιωτική υπερδύναμη.
Η δραματική αύξηση στις αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας αναμένεται να συνοδευτεί από ανάλογες ανακοινώσεις και από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ και όλου του κόσμου. Αυτή η εξέλιξη ευνοεί πάνω από όλα τις ΗΠΑ που παραμένουν ο μεγαλύτερος προμηθευτής οπλικών συστημάτων και αναμένεται να οδηγήσει σε παροξυσμό στρατιωτικοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας με απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Ντόναλντ Τραμπ και άλλοι ακροδεξιοί πολιτικοί που ζητούσαν επίμονα στρατιωτικοποίηση της Ευρώπως και δραστική αύξηση των αμυντικών δαπανών δηλώνουν δικαιωμένοι από τις εξελίξεις.
Εχθρός – Μία ξεχασμένη λέξη
Η λέξη αυτή σήμαινε την Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1989. Τα επόμενα χρόνια, η Γερμανία αισθάνθηκε να περιστοιχίζεται μόνο από φίλους, όπως είχε πει ο Χριστιανοδημοκράτης υπουργός Άμυνας Volker Rühe.
Το 1992, ο κοινωνιολόγος Ulrich Beck ανέπτυξε σε ένα δοκίμιο του το θέμα «Το Κράτος χωρίς Εχθρούς». Συγκεκριμένα, έγραψε: «Πάντοτε, υπήρχαν δύο είδη δημοκρατίας, μέχρι τώρα. Αυτή που πηγάζει από τον λαό και αυτή που πηγάζει από τους εχθρούς του». Η απειλή που αντιπροσωπεύουν οι εχθροί, πρόσθεσε, βοηθά την ενοποίηση και επικαλύπτει όλες τις άλλες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Ο Beck αναρωτήθηκε πώς θα μοιάζει μια Γερμανία χωρίς εχθρούς και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα πέσει σε «βαθιά ανασφάλεια».
Έχουμε ξανά έναν εχθρό
Στην παρούσα συγκυρία, βεβαίως, κάποιος θα αναρωτηθεί πως θα μοιάζει μια Γερμανία που ξαναβρήκε έναν εχθρό, και μάλιστα αυτόν που απορρίπτει και επιτίθεται σε όλα αυτά που είναι σημαντικά για την Δύση: τη δημοκρατία, την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την απόρριψη του πολέμου. Ο κοινωνιολόγος Armin Nassehi, εξέτασε ξανά την ιδέα του Beck σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της Zeit. Σε αυτό έγραφε: «Για μια ακόμα φορά ο εχθρός μάς πρόσφερε την ευκαιρία για ενδοσκόπηση. Ποιοί είμαστε; Θα επιτρέψουμε σε κάποιον σαν τον Πούτιν να υπάρχει;»
Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη, όπως έγινε φανερό αμέσως μετά την ανακοίνωση του Σολτς για το εξοπλιστικό πρόγραμμα – μαμούθ ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η ομιλία του, στο γερμανικό Κοινοβούλιο, προκάλεσε θαυμασμό, αλλά σε κάποιους προκάλεσε οργή. Ο Σόλτς τους αιφνιδίασε όλους, την απόφαση του την γνώριζε μόνο ένας πολύ στενός κύκλος συνεργατών, στον οποίο δεν περιέλαβε ούτε τον υπουργό Οικονομικών Υποθέσεων και αντικαγκελάριο των Πράσινων, Robert Habeck, ο οποίος δήλωσε αργότερα ότι δεν είχε ιδέα για το τεράστιο ποσό που ανακοινώθηκε.
Νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη
Η απόφαση του Γερμανού καγκελάριου, αποτελεί την μεγαλύτερη ενίσχυση στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της χώρας, από τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως σήμερα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, η Γερμανία μετατράπηκε στην ουσία σε φιλειρηνική χώρα. Διατήρησε έναν στρατό για την ασφάλειά της, με την έγκριση των δυτικών συμμάχων της, αλλά ευνούχισε την κοινωνία στρατιωτικά αλλά και πολιτικά. Υπό την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα ήταν εύκολο να το κάνει, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1990, η ενωμένη Γερμανία δεν μπορούσε να μείνει εντελώς στο περιθώριο, αλλά παρέμενε συγκρατημένη στις στρατιωτικές της επιχειρήσεις. Γερμανοί στρατιώτες έχαναν τη ζωή τους σε διάφορα πεδία μάχης αλλά ο πασιφισμός εξακολουθούσε να είναι το βασικό χαρακτηριστικό της χώρας.
Πόσο έτοιμη είναι η Γερμανία;
Ο Γερμανικός στρατός θα πρέπει να προετοιμάσει το στρατό της να υπερασπιστεί την πατρίδα απέναντι σε ισχυρούς αντιπάλους. Παρότι, ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξήθηκε μετά το 2014, από 32 σε 54 δισεκατομμύρια ευρώ, η Γερμανία διαθέτει ελάχιστες πλήρως εξοπλισμένες και ετοιμοπόλεμες μονάδες για να ενισχύσει την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να αυξήσει την δυνατότητα της να αποκρούει κυβερνοεπιθέσεις και καμπάνιες παραπληροφόρησης, καθώς οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας, προειδοποίησαν για τον αυξημένο κίνδυνο κυβερνοεπιθέσεων σε υποδομές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις από την Ρωσία, ως απάντηση στις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν. Οι ειδικοί αμφιβάλλουν αν η Γερμανία σήμερα έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί στα σύγχρονα ψηφιακά πεδία μάχης, αν και η κυβέρνηση αύξησε το επίπεδο του συναγερμού για πιθανό υβριδικό πόλεμο.
Το χρέος μετά το εξοπλιστικό πρόγραμμα – μαμούθ που θα δημιουργηθεί μπορεί να χρειαστεί πέντε με δέκα χρόνια για να αποπληρωθεί, ενώ τα χρήματα που θα διατεθούν για το εξοπλιστικό πρόγραμμα απαγορεύεται από το Σύνταγμα να διατεθούν για άλλους σκοπούς.
Η ιστορική καμπή για την Γερμανία δεν αφορά μόνο το στρατιωτικό σκέλος, αλλά και το ενεργειακό, καθώς είναι επιτακτική ανάγκη να μειώσει την εξάρτηση της από την Ρωσία σε εισαγωγές φυσικού αερίου, άνθρακα και αργού πετρελαίου. Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναβαθμίστηκε σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας και την ίδια ώρα δεν μπορεί να στηριχτεί στην πυρηνική ενέργεια τουλάχιστον όχι για τον επόμενο χειμώνα, καθώς η διαδικασία απενεργοποίησης των πυρηνικών αντιδραστήρων που υπήρχαν έχει προχωρήσει πολύ και η επαναλειτουργία τους δεν είναι ασφαλής.
Το «όχι» Σολτς για τις πολεμικές επανορθώσεις στην Πολωνία
Κατά την επίσκεψή του στην Πολωνία τον Δεκέμβριο του 2021, ο καγκελάριος Σολτς υπενθύμισε τη στάση των προηγούμενων κυβερνήσεων, ότι δηλαδή το θέμα καταβολής αποζημιώσεων για τις ζημίες που προκάλεσε η ναζιστική Γερμανία κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει κλείσει από νομικής πλευράς.
«Έχουμε κάνει συμφωνίες που ισχύουν και ρυθμίζουν θέματα από το παρελθόν και καταβολές αποζημιώσεων. Παρόλα αυτά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συναισθάνεται τις δεσμεύσεις της και σε σχέση με τις ηθικές συνέπειες από τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Γερμανοί στην Πολωνία και σε άλλες περιοχές της γης. Γι αυτό είμαι χαρούμενος που στο Βερολίνο θα χτιστεί μνημείο για τα θύματα της Πολωνίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Σημειωτέον, ότι η συμφωνία, την οποία ο Όλαφ Σολτς επικαλείται είναι η Συνθήκη 2 συν 4 του 1990 που υπεγράφη ανάμεσα στις δύο Γερμανίες και τις πρώην νικήτριες δυνάμεις, στην οποία δεν γίνεται αναφορά στο ζήτημα των επανορθώσεων.
Για πρώτη ίσως φορά γίνεται σύνδεση του αιτήματος για καταβολή επανορθώσεων με τις εισφορές της Γερμανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, από τις οποίες επωφελείται και η Πολωνία. «Μόνο η ανάπτυξη ισοδύναμων συνθηκών ζωής στην Ευρώπη εγγυάται ένα ευτυχισμένο μέλλον. Είναι κι αυτός ένας ακόμη λόγος, που η Γερμανία είναι πρόθυμη και θέλει να συνεχίσει και στο μέλλον να συμβάλλει με πολύ, πολύ υψηλές εισφορές στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ΕΕ, που μεγάλο τμήμα τους πηγαίνει σε νότιες και ανατολικές χώρες της ΕΕ, κάτι που είναι καλό» τόνισε. Ο Σολτς πρέπει να είναι ο πρώτος πολιτικός, που χρησιμοποιεί τον κοινοτικό προϋπολογισμό ως επιχείρημα κατά της καταβολής επανορθώσεων, σχολιάζει ανταποκριτής του Spiegel στη Βαρσοβία.
Το ελληνικό αίτημα
Η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα περί τα μέσα Μαρτίου του 2015 στο Βερολίνο και σε συνεργασία με την παράταξη που διαχρονικά στηρίζει με ερωτήσεις στην Μπούντεσταγκ “Die Linke” (Οι Αριστεροί), συνέπεσε με την αναζωπύρωση, ίσως και την πυροδότηση του δημόσιου διαλόγου στη Γερμανία για τις ελληνικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Η πολιτική επιστήμων Γκεζίνε Σβαν, πρόεδρος της Επιτροπής Θεμελιωδών Αξιών του SPD, είχε υποστηρίξει τότε στο Spiegel ότι «πολιτικά η υπόθεση είναι σαφής, θα πρέπει να προσεγγίσουμε οικονομικά τα θύματα και τους συγγενείς τους… πρόκειται για την αναγνώριση ότι στην Ελλάδα έχουμε διαπράξει μια τρομερή αδικία». Αλλά και ο εκ των τότε αντιπροέδρων του SPD Ραλφ Στέγκνερ υποστήριξε ότι η συζήτηση για αποζημιώσεις πρέπει να γίνει, αλλά δεν θα πρέπει να συνδεθεί με τη συζήτηση για την ευρωκρίση.
Η Ρηματική Διακοίνωση της Ελληνικής Βουλής
Ρηματική διακοίνωση για διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών επέδωσε στις 4 Ιουνίου 2019 στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών ο πρέσβης της Ελλάδας στο Βερολίνο. η οποία έλαβε χώρα, σε συνέχεια σχετικής συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών στην Ολομέλεια της Βουλής, στις 17 Απριλίου 2109, και σε εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με ευρεία πλειοψηφία, λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα– έκθεση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς τη χώρα μας. η ελληνική κυβέρνηση καλεί τη γερμανική πλευρά να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση του εκκρεμούς ζητήματος των αξιώσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία για την καταβολή πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων από τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι ελληνικές αξιώσεις αφορούν αποζημιώσεις και επανορθώσεις για ζημίες που υπέστη η Ελλάδα και οι πολίτες της κατά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για πολεμικές αποζημιώσεις για τα θύματα και τους απογόνους των θυμάτων της γερμανικής Κατοχής, την αποπληρωμή του Κατοχικού Δανείου και την επιστροφή των λεηλατηθέντων και παράνομα αφαιρεθέντων αρχαιολογικών και άλλων πολιτιστικών αγαθών, όπως επισημαίνει το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Η ελληνική κυβέρνηση καλεί τη γερμανική κυβέρνηση σε διαπραγματεύσεις για την έμπρακτη ικανοποίηση των συγκεκριμένων αξιώσεων, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ελληνικό λαό, ως ζήτημα ηθικό και υλικό.
Πού βρισκόμαστε σήμερα;
Κοντεύουν σε λίγες ημέρες, στις 19 Απριλίου, να συμπληρωθούν 2 χρόνια από την ψήφιση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, της ρηματικής διακοίνωσης για τις γερμανικές οφειλές, ωστόσο καμία απάντηση δεν ελήφθη από την προηγούμενη αλλά και τωρινή γερμανική κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή η γερμανική καγκελαρία, αποφασίζει με εξοπλιστικά προγράμματα – μαμούθ να επανασυστήσει την πάλαι ποτέ πανίσχυρη πολεμική της μηχανή, μετά από 80 χρόνια. Αυτή η κίνηση φαντάζει σε πολλούς επιζώντες της Γερμανικής κατοχής αλλά και των προγόνων των θυμάτων του Ολοκαυτώματος την αναβίωση της Bundeswehr, χωρίς να έχουν προχωρήσει πρώτα στις Γερμανικές οφειλές, αναγνωρίζοντας έμπρακτα την συγνώμη απέναντι στην Ελλάδα.
Οι χλιαρές αναφορές της Ελληνικής Διπλωματίας δίνουν το δικαίωμα στην γερμανική κυβέρνηση να “κωφεύει” για το ζήτημα, και να κλείνει συνεχώς συμφωνίες με τον διαχρονικό φίλο και συνεργάτη της, την Τουρκία. Θα πράξει η ελληνική διπλωματία το αναφαίρετο δικαίωμα των πολεμικών οφειλών αλλά και την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, ποσά που τιμώνται στα 377 δις ευρώ τώρα που η γερμανική καγκελαρία βρήκε ξανά τον εχθρό που έψαχνε για να εξοπλίσει την πολεμική της μηχανή;
Συντάκτης: Anonymous X