Κυλάνε οι μέρες – ποτάμια λευκά.
Φθινόπωρο μπαίνει, σαν ίσκιος χρυσός.
Της άνοιξης τ’ όνειρο κάποιον πονά,
κάποιος το κραίνει στων άστρων το φώς…
Είν’ το παράπονο κάποιου παιδιού,
παιδιού που αγάπησε πλάνη μοιραία…
Ειν’ η ελπίδα του μάταιου νού –
η πίκρα της πίστης σε φώτα χαμένα…
Ασ’ τον αγέρα να παίρνει τα χρόνια,
κι άσ’ να κυλάνε ποτάμια-καιροί…
Κλαίνε στη νύχτα, σωπαίνουν τ’ αηδόνια…
δακρύζει μαζί τους κι η άστρινη αυγή…
Μονάχα η καρδιά μαγεμένη πιστεύει,
πιστέυει και μες στο σκοτάδι χτυπά –
σαν άυπνος φάρος, σαν φώς που γυρεύει
στη νύχτα, στη μπόρα, πεσμένα πουλιά…
Άσε να φεύγουν… να φεύγουν οι μέρες…
Τον άδικο Χρόνο άσ’ να πετά…
Κι ας μένουνε πίσω του μόνον αγέρες,
κι ας μένει η αγάπη σβησμένη φωτιά…
Ίσως σε κάποια στροφούλα μικρή,
ίσως σε κάποιο κρυφό σταυροδρόμι,
κάποιος προσμένει – μ’ ελπίδα κρυφή
πως δεν είναι μόνος και δεν είσαι μόνη…
Αν όχι, σε κάποια κορφή ή ακτή,
κάπου θ’ αρχίζει του ήλιου ο δρόμος –
ο δρόμος εκείνος, που πήρες παιδί…
ο δρόμος εκείνος… ίσως ο μόνος.
Discussion about this post